- ψυχραντικός
- -ή, -ό1. αυτός που συντελεί στην ψύχρανση.2. αυτός που προκαλεί δυσαρέσκεια, ο αποκαρδιωτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχραντικός — ή, ό / ψυχραντικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχραίνω] αυτός που μπορεί να προκαλέσει ψύχρανση … Dictionary of Greek
ψυχραντικόν — ψυχραντικός for cooling masc acc sg ψυχραντικός for cooling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)